ουτοπικός

ουτοπικός
ουτοπικός, -ή, -ό και ουτοπιστικός, -ή, -ό
μη πραγματοποιήσιμος, ανεδαφικός: Ουτοπική ή ουτοπιστική άποψη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ουτοπικός — ή, ό αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ή την ιδιότητα τής ουτοπίας, χιμαιρικός, μη πραγματοποιήσιμος («ουτοπικός σοσιαλισμός»). επίρρ... ουτοπικώς και ά με ουτοπικό τρόπο, χωρίς δυνατότητα πραγματοποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουτοπία. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • ουτοπιστικός — ή, ό [ουτοπιστής] ο σχετικός με τον ουτοπισμό ή με τους ουτοπιστές, ουτοπικός. Επιρρ. ουτοπιστικώς και ά με ουτοπιστικό τρόπο, ουτοπικά …   Dictionary of Greek

  • σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγιστήριο — το, Ν (κοινων. οικον.) μονάδα εργασίας, που θα λειτουργούσε ως παραγωγική και καταναλωτική κοινότητα και θα αποτελούσε το πρωτογενές οικονομικο κοινωνικό κύτταρο για τη δημιουργία τού τελευταίου σταδίου τής βιομηχανικής κοινωνίας, που προέβαλλε ο …   Dictionary of Greek

  • Γκεβάρα, Ερνέστο Τσε — (Ernesto Che Guevara,Ροζάριο, Αργεντινή 1928 – Χιγκέρας, Βολιβία 1967).Αργεντινός πολιτικός και επαναστάτης. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Νέος ακόμα πήρε μέρος στο μαρξιστικό κίνημα και το 1954 κατάφυγε στο Μεξικό, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ζολά, Εμίλ — (Émile Zola, Παρίσι 1840 – 1902). Γάλλος μυθιστοριογράφος από Ελληνίδα μητέρα. Ολοκλήρωσε τις πρώτες σπουδές του στην Εξ αν Προβάνς. Αργότερα, πήγε στο Παρίσι, όπου όμως δεν μπόρεσε να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως υπάλληλος στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”